- οβριμοδυνάστης
- ὀβριμοδυνάστης, ὁ (Α)ο ισχυρός δυνάστης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + δυνάστης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀβριμοδυνάστας — ὀβριμοδυνάστᾱς , ὀβριμοδυνάστης powerful potentate masc acc pl ὀβριμοδυνάστᾱς , ὀβριμοδυνάστης powerful potentate masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)